Ζωναράδικος Μπάνας Τσαγανός (1) κάμει (2) ντουγούνι (3) , μωρέ , κάλεσε το μελεγούνι (4) Κάλεσε το μελεγούνι , κάλεσε και την Κουρτέσσα (5) Κάλεσε και την Κουτέσσα , μωρέ , πόχει το λαιμό σιαμέσα (6) Πόχει το λαιμό σιαμέσα για να πάω να μην πάω Για να πάω να μην πάω , μωρέ , κι άκουσα το ντάπαρ - ντούπαρ Κι άκουσα το ντάπαρ - ντούπαρ εξεκίνησα και πήγα Και ξεκίνησα και πήγα , μωρέ , βρίσκω λύκο που χορεύει Βρίσκω λύκο που χορεύει κι αλεπού που μαγειρεύει Κι ο σκαντζόχοιρος ο σγκούρος (7) , μωρέ , σέρνει το χορό γαϊτάνι Σέρνει το χορό γαϊτάνι από δω στον Άγη - Γιάννη. (1) κάβουρας , (2) κάνει , (3) γάμο , (4) μιλιούνια κόσμου , (5) κύριο όνομα ή από το τούρκικο κουρτ = λύκος - λυκόφατσα ; (6) προς τα μέσα , (7) «σγουρομάλλης».
@Opa-Leo2 жыл бұрын
Τρία κουρίτσια ραβουνιασμένα ραβουνιασμένα κι παντριμένα, μήλα τρυγούσαν κι τραγουδούσαν ένα τραγούδι κι άλλο τραγούδι. Κίνησι νέους να σιριανίσει, να σιριανίσει, να κυνηγήσει. Δεν κυνηγούσι λαγούς κι αλάφια μ'ον' κυνηγούσι δυο μαύρα μάτια. "Μαύρα μου μάτια κι πλουμισμένα, σαν πώς κοιμάστι χουρίς εμένα". "Ιγώ κοιμούμι κι αναστενάζου σένα θυμούμι κι σι φωνάζου".