Рет қаралды 205
Με κουναρούσε η μάνα μου
σαν η μηλιά τα μήλα
Και τώρα μ΄ αρραβώνιασε
να με μικροπαντρέψει
Μου ΄φιασε προίκα άσωτη
μ΄ αμέτρητες χιλιάδες
Και πάησε στα πεθερικά
ήβρε τον άντρα κερατζή
τον πεθερό μπακάλη
Η πεθερά ψιλόγνεθε
κι αυτή ψιλοκεντούσε
'Ηρθε ο καιρός και σώθηκαν
τα έρημα τα γρόσια .....
( Εγώ θέλω να πάω στη μάνα μου
να πάω στα πατρικά μου
-Σε έφερα νύφη αρχόντισσα
φτωχιά πώς να σε πάω?
-Συνόδεψέ με στα βουνά
και πάνω μοναχή μου.
Πέτρα την πέτρα περπατεί
λιθάρι το λιθάρι
Και πάησε και ακούμπησε
στης μάνας της την πόρτα
-Σήκου μάνα μ΄και 'ανοιξε
εγώ είμαι η Αρετή σου)
Παραλογή. Η ιστορία από την πλευρά της Αρετής.
Κυράδες Άνω Δερόπολης, καταγραφή στίχων από Αναστασία (Τάσιω) Κάλλη
*Τραγούδι