Рет қаралды 12,579
Σερμπέτι (το) [serbéti]: είδος πολύ γλυκού και αρωματικού αναψυκτικού. || γλυκόλογο || για κτ. υπερβολικά γλυκό: ~ τον έκανες τον καφέ.
Καλωσορίσαμε τα Σερμπέτια στο σαλόνι μας, και μας αντάμειψαν με δύο πανέμορφα παραδοσιακά τραγούδια, με τις δικές τους μοναδικές εκτελέσεις!
Το δεύτερο, ένα σπιτικό μείγμα τραγουδιών και μελωδιών από τη Νάξο, "Μισεμός & Τα παλαιά μου βάσανα"
Τα Σερμπέτια
Λίνα Κούκουνα | τραγούδι, κρουστά
Λητώ Φλωράκη | βιολί
Νίκος Τερζάκης | λαούτο
/ serbetiatrio
serbetiatrio@gmail.com
Σκηνοθεσία, Κάμερα & Μοντάζ | Αλέξανδρος Ματτέι
Κάμερα | Γιώργος Πορτάλιος
Ελάτε πείτε γεια εδώ:
/ kourounafilms
/ kourounafilms
/ alexandrosmattei
/ atomshortjourney