Αμάν, το πονεμένο στήθος μου, αμάν πονεί μα δεν το λέει τ' αχείλι μου κι αν τραγουδεί μέσα η καρδιά μου κλαίει. Αμάν, κλαίω κι από τα δάκρυα τη γη που στέκω βρέχω κι άνθρωπός δεν ευρέθηκε να με ρωτήσει τι έχω. Ωχ σκίσε φωνή μου τα βουνά, αμάν και πέρασε σαν άστρο και άμε και χαιρέτα μου τον κρίνο μου τον άσπρο. Ωχ, ήλιε μου, στο βασιλεμό περίμενε λιγάκι να στείλω στην αγάπη μου ένα γαρούφαλάκι. Ζήσε εσύ κι εγώ ας πεθάνω τι την θέλω τέτοια ζωή μ' άλλη αγάπη εγώ δεν κάνω κάλλιο να μπω στη μαύρη γη.