Η αχαριστία είναι το έγκλημα. Διότι ο άλλος, να πούμε, σου δώνει την τέχνη του κι εσύ αρωτάς: «Και ποίον, περικαλώ, το ηθικό δίδαγμα του έργου;» Δεν κάνει, ρε μάγκα. Μην τον προσβλίνεις τον καλλιτέχνη. Τι θέλεις να σου πει εν τέλει, πώς φτιάχνεται, να πούμε, το ραγού; Διότι πάσα έργο, να πούμε, δε σιάχνεται για χαβαλέ. Είναι να διδάχνει κιόλας . Δεν είναι, να πούμε : «φάγαμε, ήπιαμε και το λικεράκι μας και άντε, γεια-χαρά και τα δέοντα στην κερία μαμά σας». Άπαξ και έριξε φινάλε, να πούμε, το έργο, πρέπει να σακουλευτείς πού την πάει ο μάγκας τη δουλειά. Ούτω πώς, και αι ταινίαι τέχνης. «Πίστευε και μη ερεύνα. Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει. Να σε δώκω τη Σαχάρα να με δώκεις το Σουέζ;» Διότι τέχνη ίσον νόημα. «Ποιος έριξε το πέναλτι και μού ’κλεισε το σπίτι; Γιατί να κλαίει το μωρό αφού φοράει πάνα;» Πρέπει να τα σακουλεύεσαι τα ψηλά νοήματα. Αλλιώς πώς, κάτσε σπίτι σου, ρίξε πασιέντζα και άσε τα επίλοιπα επάνω μας. Γιατί εμείς την ανθιζόμαστε, ρε μάγκα, τη φιάξη. Γουστάρουμε περί Μεγαλέξαντρο, γουστάρουμε περί καταραμένος όφις, σουβλίστε τους, πλακώστε τους και τα τοιαύτα. Γουστάρουμε περί ταινίαι τέχνης. Καπέλο μας.