Рет қаралды 2,436
Find us @ / natassabofilioudatabase
Αποσπάσματα από Romancero Gitano
Ποίηση: Federico Garcia Lorca.
Ποιητική απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
ANTONIO EL CAMBORIO-I
Κάτου στης ακροποταμιάς το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς και στη Σεβίλλια πάει.
Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαμψός από του φεγγαριού το φως.
Κάποτε λίγο σταματά, κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει το νερό να στρώσει και να το χρυσαφώσει.
Εκεί στης ακροποταμιάς το μονοπάτι να, τον φτάνουν
κάτω απ' τα κλώνια μιας φτελιάς χωροφυλάκοι και τον πιάνουν.
Αποβραδίς η ώρα οχτώ τον σέρνουν σε κελί μικρό
απέξω κάθονται φυλάνε πίνουν ρακί και βλαστημάνε.
LA MORTE POR EL AMOR
-Τι να 'ναι κείνο που φωτά
Μάνα στα δώματα ψηλά;
-Κοιμήσου γιε μου κι είναι αργά
σήμανε η ώρα έντεκα
-Μάνα στα μάτια μου για δες
λάμπουνε τέσσερις φωτιές
-Δεν είναι τίποτα έλα πια
είν' τα μπακίρια αστραφτερά
Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη
φέγγαν οι τοίχοι απ' τον ασβέστη
Τη φυσαρμόνικα γλυκά
παίζανε Σεραφείμ μικρά
-Μάνα μου ευθύς που ξεψυχήσω
μηνύσετέ το στους ανθρώπους
Κατά Βοριά κατά Νοτιά
μαντάτα στείλετε πικρά
Οι πόρτες τ' ουρανού χτυπούσαν
όλα τα δάση αχολογούσαν
Ψηλά δεν έβλεπες κανένα
κι οι φλόγες φούντωναν ολοένα.
Η ΠΑΝΤΕΡΜΗ
Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυτή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.
Μαύρη μαυρίλα ειν' η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ' αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.
-Παντέρμη, τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
-Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πε μου, σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.
-Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;
-Ποιός ο καημός μου;
Μαύρη πίσσα εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελλή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.
-Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ' τό χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
ασ' τη να βρει αναπαμό.
Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι ολόκρυφες νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.
ANTONIO EL CAMBORIO-II
Ξάφνου στον ποταμό από πέρα φωνές ξεσκίσαν τον αγέρα.
Έμπηγε κάπρου δαγκωνιές μες στα ψηλά ποδήματα
χίμαγε κι έκανε βουτιές σαν δελφινιού πηδήματα.
Η τραχηλιά του η κρεμεζιά μούσκεψε μες στα αίματα
μα οι κάμες ήταν - ήταν έξι και δεν εμπόραε πια ν' αντέξει.
Αχ, Αντονίτο Ελ Καμπορίο, φεγγαρομελαμψέ μου
κι ασπρογαρούφαλέ μου.
Αχ, Αντονίτο Ελ Καμπορίο, π' άξιζες μια βασίλισσα
μνημόνεψε την Παναγιά τι τώρα θα σε φάει το κρύο
τι τώρα θα πεθάνεις πια.
Στην άκρη εκεί του ποταμού τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του στην άκρη εκεί του ποταμού
κι ανάγειρε την κεφαλή με τα σφιγμένα χείλη
και τότε πια καμμιά φωνή μόνο εφωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος βεργολυγερός ήρθε και τ' άναψε καντήλι.
.