Рет қаралды 53,200
Στίχοι - Παρουσίαση: Obnoxious Kas
Μουσική Παραγωγή - Προγραμματισμός: Loopatic
Ηχογραφήση/Μίξη/Master: Loopatic στο Irish Rocks Studio
VideoArt: Dimi Purple
Στίχοι:
Οι σκέψεις μου γίναν κουπιά για τον Αχέροντα/
μέχρι τα πέρατα κοίταξα τον βαρκάρη αγέρωχα/
είδε σκοτάδια στα μάτια μου απέραντα/
και του πα η φρίκη που κατέγραψαν δε θα καλυπτόταν με κέρματα/
είδα τον κόσμο να φλέγεται ενα ξημέρωμα μια για πάντα/
κι ο Νέρωνας με χλέυαζε απο μια νεοκλασσική βεράντα/
βλέποντας στάχτες απο τα καμμένα μου οράματα/
και αναθυμιάσεις με το πρόσωπο του έρωτα που με σκότωσε πριν τα 30/
μου κράτησε δέσμια τα νιάτα στην ερημωμένη πόλη/
που είδα την αγάπη σαν σκλάβα,τον θάνατο σαν λαχειοπώλη/
φαντάσματα ισοβιτών σε αμφιθέατρα με βραχιόλι/
κι αντάρτες με ξύλινα πόδια κρεμασμένους απ'το καρακόλι/
πιτσιρικάδες να ντριμπλάρουν στους σιδηρόδρομους που ερωτεύτηκαν/
κορίτσια της μεταπολεμικής Ευρώπης που εκπορνεύτηκαν/
το κύμα ξέβραζε σωσίβια ανήλικων προσφύγων/
με γραμμένα στοιχεία των οικογενειών τους που δε βρέθηκαν/
μας δέσαν στο μαύρο κουκλοθέατρο 3 έγκυες γυναίκες/
που παίζαν με τους πιο φρικτούς μας φόβους σε μαριονέτες/
ενα κοινό απο νοικοκυραίους κραύγαζε να κυοφορήσουν νέους/
μέχρι να γίνουμε ικέτες κι αυτές χορέψανε με κλακέτες/
με κάλεσαν να δω την κόλαση πίσω απ' τις πορφυρές κουρτίνες/
κι είδα όσους μ' είχανε αγαπήσει με μορφές γαλήνιες/
μου είπαν αυτός θα ταν ο παράδεισος γελώντας σαρδόνια/
μα η είσοδος σου απαγορεύτηκε κι αυτοί θα σε περιμένουν αιώνια/
Κυλάω στο σκότος και δε ζητάω να με σώσεις/
γελάω μες στης αβύσσου τις αποχρώσεις/
ανάποδο μυαλό που δε θα μπορέσεις να ισιώσεις/
κι αντιλαμβάνεται τον πάτο σαν την κορύφωση της πτώσης/
Κι αυτή η παραίτηση είναι σα σφαίρα κολλημένη μες στις θαλάμες του μυαλού μου/
στα χέρια του πιο άσπλαχνου εχθρού μου/
τις αχτίδες του φωτεινού σκεπτικού μου λερώνει με την θέα/
των δολοφονημένων,βελτιωμένων εκδοχών του εαυτού μου/
και με κυνηγάει ώσπου την κάθε πατρίδα να δώ σαν ξενιτιά/
κι ας τρέχω ανάμεσα απ'τα πτώματα μου απ' τα 19/
τα όνειρα μου βλέπω παιδιά ορφανά που πιασμένα αγκαλιά/
πάνω απο τα πεσμένα θύματα αυτά θρηνούνε για τον φονιά/
και κρύβομαι με ενα φτηνό καμβά σε μια καρέκλα στην έρημο/
και μια παλέτα με το αίμα των διαφορετικών στο χέρι μου/
βάφω πίνακες φρίκης που το κοινό θα επευφημεί/
χωρίς να αντιληφθεί πως το τέρας που απεικονίζουνε είναι αυτοί/
γιατί στο χάος είμαστε όλοι ξένοι,εκατομμύρια αποκομμένοι/
που η καταμερισμένη ευθήνη τους μοιάζει εκμηδενισμένη/
μια σιωπηρή πλειοψηφία που με την αδιαφορία ξεπλένει/
το άλλο μισό της βαρβαρότητας είναι αυτό που την υπομένει/
κι η κοινωνία βιάζει χαρακτήρες για να κρύψει του βιαστή την όψη της/
χλευάζει εξαρτημένους για να πάρει την δόση της/
τα κινητά της φωτογραφίζουν όποιον σκαρφάλωσε για την πτώση/
και οι κάτοχοι τους φωτογραφίζουνε την ίδια και την πτώση της/
και θέλουν να κρύψουν την πτώση πίσω απο εγκλεισμό και απάθεια/
μας χτίζουν εργοτάξια χωρίς παράθυρα/
μα η πρόσκρουση αναπόφευκτα αποκτά στο δρόμο αυτάρκεια/
και την βλέπουν με μαύρα ελικόπτερα πάνω απ'τα Εξάρχεια/