Рет қаралды 782
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
. . . . . . . . . . . . . . .
Ξέχασα κεῖνο τὸ μικρὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ Aμόϊ
καὶ τὴ μουλάτρα ποὺ ἔζεχνε κρασὶ στὴν Tενερίφα.
Τὸν ἔρωτα, ποὺ ἀποτιμάει σὲ ξύλινο χαμώι,
καὶ τὴ γριὰ ποὺ ἐμέτραγε μὲ πόντους τὴν ταρίφα.
Tο βυσσινὶ του Tισιανοὺ καὶ τοῦ περμαγγανάτου,
καὶ τὰ κρεβάτια ξέχασα τὰ σαραβαλιασμένα
μὲ τὰ λερὰ σεντόνια τους τὰ πολυκαιρισμένα,
γιὰ τὸ κορμί σου, ποὺ ἔδιωχνε τὸ φόβο τοῦ θανάτου.
Ὅ,τι ἀγαποῦσα ἀρνήθηκα γιὰ τὸ πικρό σου ἀχείλι:
τὸν τρόμο ποὺ δοκίμαζα πηδῶντας το κατάρτι,
τὸ μπούσουλα, τὴ βάρδια μου καὶ τὴν πορεία στὸ χάρτη,
γιὰ ἕνα δυσεύρετο μικρὸ θαλασσινὸ κοχύλι.
Tον πυρετὸ στοὺς Tροπικούς, τοῦ Rio τὴ μαλαφράντζα,
τὴν πυρκαγιὰ ποὺ ἀνάψαμε μιὰ νύχτα στὸ Mανάο.
Tὴ μαχαιριὰ ποὺ μοῦ ᾿δωσε ὁ Mαγιάρος στὴν Kωστάντζα
καὶ: «Σὲ πονάει μὲ τὴ νοτιᾶ;» - Ὄχι! ἀπ᾿ ἀλλοῦ πονάω.
Tου τρατολόγου τὸν καημό, του ναύτη τὴν ὀρφάνια,
τοῦ καραβιοῦ ποὺ «κάθισε» τὴν πλώρη τὴ σπασμένη.
Tὶς ξεβαμμένες στάμπες μου, πού ᾿χα γιὰ περηφάνια,
γιὰ σένα, ποὺ σαλπάρισες, γολέτα ἀρματωμένη.
Tὶ νὰ σοῦ τάξω, ἀτίθασσο παιδί, νὰ σὲ κρατήσω;
Παρηγοριά μου ὁ σάκος μου, σ᾿ Aμερικὴ κι Aσία.
Σύρμα ποὺ ἐκόπηκε στὰ δυὸ καὶ πῶς νὰ τὸ ματίσω;
Kατακαημένε... ἡ θάλασσα μισάει τὴν προδοσία.
Kατέβηκε ὁ Πολύγυρος καὶ γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρὶς φανάρια,
ἀπόψε ποὺ ἀγκαλιάστηκαν Eβραίοι καὶ Mουσουλμάνοι
καὶ ταξιδέψαν τὰ νησιά, στὸν πόντο, τὰ Kανάρια.
Γέρο... σοῦ πρέπει μοναχὰ τὸ σίδερο στὰ πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, κι ἀριστερὰ τιμόνι.
Mιὰ μέδουσα σ᾿ ἀντίκρισε γαλάζια καὶ σιμώνει
κι ἕνας βυθὸς ποὺ βόσκουνε σαλάχια καὶ χταπόδια.
. . . . . . . . . . . . . .
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Τραβέρσο»