Κατάματα απτόητος σας κοίταξα από του κρύου την οδύνη ραπισμένος. Το δικαίωμα το αρχέγονο το άδραξα ανδρειωμένος κι αποφασισμένος. Ένα αιτούμενο απαστράπτον και ανείπωτο θεομαχική για να τ' αγγίξω έδειξα στάση. Μες το άδυτό σας θράσσος ΄γω επέδειξα δεν είχε τίποτα το γένος μου να χάσει. 'Οπλο αέναο, αιχμή μα και πανάκεια, θεραπαινίδα του ατέλειωτου χειμώνα Τιθασευμένη βρίσκονταν στα χέρια μου σαν απαρχή ενός ατέλειωτου αγώνα. Επωδός (Χ2): Στου χωροχρόνου την πύρινη τη γέννα μυθιστορίας, σύμβολο οικτρό, νίκες και ήττες προοιώνισα αγνόησα ένα τίμημα σκληρό . Των συνετών εστία, μάνα της εξέλιξης μα και του ολέθρου ύπουλη ερωμένη σε ελευθέριο βωμό πάντα λικνίζεται απρόβλεπτη, ευέλικτη, επηρμένη. Το σαρκοβόρο το μαρτύριο βιώνοντας ανήμπορος και αλυσοδεμένος, μαζί με την βαρύτητα της πράξης μου, ευεργέτης καταδικασμένος. Αθανασία, επώδυνη, αλύτρωτη! Καλύτερη θνητότητα, η κοινή! Από του πόνου την αβάσταχτη τη μέγγενη κραυγή ανθρώπινη σκίζει τη σιωπή!