Рет қаралды 40,827
Το τραγούδι αυτό δεν είναι παραδοσιακό. Δεν γεννήθηκε στην πατρίδα μας τον Πόντο ούτε στο Κάρς. Η μελωδία είναι παραδοσιακή αλλά το ποιητικό κείμενο (το τραγούδι) γεννήθηκε εδώ στην Ελλάδα μέσα από τα βάσανα, τις κακουχίες και τις εξοντωτικές αρρώστιες που σάρωναν τις ψυχές και τα κορμιά των Ελλήνων εκ Πόντου. Το τραγούδι περιγράφει τις συνθήκες του βίαιου εκριζωμού των Καρσλήδων και την εγκατάσταση τους στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης. Υπάρχουν παραλλαγές στο ποιητικό κείμενο. Παρακάτω καταγράφω όχι μόνο αυτό που ακούγεται ως ηχητικό υλικό στο παρόν βίντεο από την εξαιρετική φωνή αλλά και εκτέλεση του Γιώργου Ιωαννίδη, αλλά και το ποιητικό κείμενο της πρώτης καταγραφής απο τον λαογράφο μας κ Στάθη Ευσταθιάδη.
"Σην Ελλάδαν εχπάσταμε η ώρα έτον δύο,
σα μαντρία εφέκαμε δεμένον τον βίον.
Και-ν' ο Πυλορόφ εδι͜έταξεν γοσ̆έψτεν τ' αραπάδας,
εχ̆' κι' έρχουνταν οι Τουρκάντ', να κλέφ’νε τα νυφάδας.
Αδά ακούς κλαψίματα, ακεί παρακαλίας
και σο Γάρς και 'ς σο Σαρίκαμίς βαρκίματα λαλίας.
Έλα παπόρ έλα παπόρ έλα γιαλό-γιαλόν-ι,
φέρομαι και σην Ελλάδα και δέβα ΄ς σο καλόν-ι.
Τα νεότητα τ' εμά φαρμάκια ποτίζ'ατα,
την τύχη να βλαστιμώ, ΄ς σον χάρον κι δίγ'ατά.
Mε τ' άνθρωπίων τ' άψιμον το παραχότ επέγνεν,
τίλεος κύρτς πα έτονε π' εκάθουτον κι' ετέρνεν;
Σην Ελλάδαν έρθαμε ζεστά έταν τα μήνας,
ενέσπαλαμ' το βούτυρον και τρώγαμ' τα κινίνας.
Τσ̆όλ’ κι’ έρημον Καραπουρούν τριγύλ-τριγύλ ταφία,
ανοίξτεν και τερέστ’ α̤τά, όλια Καρσή παιδία.
Σαράντα μέρες πρόσφυγοι εκεί είχαν καραντίνα,
τα λείψανα ασό παπόρ' ση θάλασσαν εσύρ’ναν.
Ελεύθερη ποιητική απόδοση :
Ήταν δύο η ώρα όταν ξεκινήσαμε για την Ελλάδα, κι αφήσαμε δεμένο το βιος μας στα μαντριά.
Κι όσο διέταζε ο Πυλόροφ να φορτώσουμε τα κάρα, οι τουρκαλάδες έρχονταν ν' αρπάξουν τα κορίτσια. Εδώ ακούς κλαψίματα κι εκεί τα παρακάλια, στο Κάρς και στο Σαρικαμίς κραυγές ακούς και λόγια. Έλα βαπόρι, έλα βαπόρι έλα γιαλό γιαλό κι αφού με φέρεις στην Ελλάδα, πάνε στο καλό σου. Φαρμάκια ποτίζω τη νιότη μου και βλαστημώ την τύχη, το ριζικό μου, αλλά όρκο δίνω πως σε σένα χάρε δεν τα παραδίνω. Ανθρώπους ρίχναν στη φωτιά να προχωρά το πλοίο, τι λογής άραγε πατέρας ήταν που στεκε και κοιτούσε; Ήρθαμε στην Ελλάδα κι ήταν ζεστοί οι μήνες, ξεχάσαμε το βούτυρο κι'΄έτρωγαμε κινίνες. Άμοιρο κι έρημο Καραμπουρνάκι τριγύρω-γύρω τάφοι, ανοίξτε και θωρείστε τους Καρσλίδικα παιδιά έχουν μέσα. Σαράντα μέρες πρόσφυγες μας βάλαν καραντίνα, κι απ' το βαπόρι τα λείψανα στη θάλασσα τα ρίχναν.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσπαθήσει κανείς να μεταφέρει τους στίχους εκείνους που είναι ιστορικά φορτισμένοι αλλά και ποτισμένοι με τόσο πόνο και δυστυχία, μέσα σε μια ελεύθερη όχι μετάφραση, αλλά ούτε κατά διάνοια ποιητική απόδοση.
Ποντιακή Λαογραφία - Βασίλειος Β Πολατίδης - www.kotsari.com