lyrics// κ. φαρατζησμένοι στο πούποτε πως να το καμουμε; εν διαιρείται το τίποτε μπαφάρω το πόνο μα εν απαλύνεται που τα κυρίζια η μπόχα αναδύεται, ποντίτζιες αράζουν με κάττους μεν το γυρέφκεται, σκόπιμα το αναλύεται οτι κάτω εν πάει αργά διαλύεται τζ'ότι εν χωνεύφκεται διαιωνίζεται νάμπου νομίσατε; η χώρα που ζείτε βυθίζεται, το meta reality εν μέταρυθμιζεται, τζ χουμε μέσα μας πάθος που εν ρεφορμίζεται, καμνουμε πλανα για **** όσο ψηφίζεται, τζ χω απορίες που εν λύουνται, πρώτα που ούλλα ίνταλως την είδατε, πόσο να γίνετε; η περσόνα σας σύεται μεσε ρηχό υποτίθεται, τζαι ποσο γελοίοι μου ακουέσται μα καταβάθος εν ματσίλλα που θύγεται, εν θα μείνει ραππάς για να ακούτε, εν πιστέφκω αποκλείεται πέφτουν τα πρότυπα κανσελαρίσκουνται, η τέχνη με τον αθρωπο ίσουται; εν με πείθεις μα, ίσως ναι, καλλιτέχνη να με πεις εν ηψήννουμαι ο κ. με τον knot ντισαρίσκουνται μα καταβάθος συνωμοτούσιν να το πουκουππίσουν, ξανα παρκής να το κτίσουν ε ει εν θέλω fame εν έχω πρότυπα, με του θεάματος έρμαια καμία ειρήνη μεν μου μιλάτε για ενότητα, σκάμε στα σκλαβομαγαζα θκιαμοιράζουμεν κόλλυβα φτύννουμε που τα σπιρτόκουτα για τα παιθκιά που εξεκόψαν απότομα για όσα τα πνιει η ομαλότητα λαλούμε να γίνει η τέχνη ρογμή στη κανονικότητα ποντίτζες αράζουν με κάττους φκαίνουμε σούρουππο τζ πουκουππίζουμε τα σωθικά τους στρέφουμε στο σπίτι ποτίζω montsτεrres τζαι κάκτους πέφτουμε για τα παιθκιά που χουν τα δικά τους, τζαι εύχομαι να σπασει ο φόος μα κυρίως προς τα ευατά τους τζ χουμε κάμποσο μίσος να κρούσουμε οτι θυμίζει το κράτος τζ χουμε οργή για να σπάσουμε οτι θυμίζει τα σκατά τους τζ χουμε κάμποσο μίσος να κρούσουμε οτι θυμίζει το κράτος τζ χουμε οργή για να σπάσουμε οτι θυμίζει τα σκατά τους γρ;φος κάτω που τη γη μεστο πούποτε σκάφκω τους λάκκους να πουκουππίσουν να δώκουσιν μέσα τους, φωνάζω τους νάρτουν μα ούλλοι γυρέφκουν τη μέκκα τους, σε mechanical κόσμους φερούμαστε αυτοματικά μα δε τους αρέσκει τους, εν εύκολο να σαντανώνεις τα πάντα, να σε δω να τα βάλλεις στη θέση τους ούλλοι γυρέφκουν το μέλι τους δίνουν το σχιέρι τους πάνω στη κούππα, εμείς κάμνουμε τα πούκουππα πάνω που λούπες στο σπίτι του souria μαζί με τους κάττους μοιράζουμε χνούδια που ούλλους τους δρόμους που ρέσσουμε πολεμούμε το εγώ μας πριν να ππέσουμε κάμε αλλό ένα βήμα να κοντέψουμε μα μπροστά μου ο δρόμος ατέλειωτος πάστο χαλί μου ούλλο εμετός ούλλο λαλώ πως ελέγχω το μα πάντα ξεφευγουν τα flows δίπλα μου αθρώποι με εκτίμηση βοηθούν με να μεν νιώθω περιττός τζιαν φυουμε τζαι μεινουμε οι μισοι εννα σχωνώνουμε μπίρες στο σεληνοφώς γάμα το πως, ενεν να κάμουμε τέχνη ο σκοπός εν το να αντέξω να νιώσω αλλό μια μέρα ζωντανός εν το νιώθουν προφανώς εν χαμπαρκάζουν την ντρίπλα μας, εν φκάλλουμε βόλτα τη ματσίλλα μας κάμνω τη σάκκο του μποξ άμα παει να κοντράρει να τη δέρουν οι φίλες μας ώσπου να καθαρίσουμε το νου τζαι τον βιο μας, εν το χω για αστειο μα για τα λάθη μου εδάκρισα, ελύγισα, εκόντεψα να αφήκω σημείωμα, κρούζουμε με κάθε μπάρα αλλό μια επιφάνεια που τουντο το κέρινο ομείομα, ώσπου να μείνει η αλήθκεια στη βάση του τζαι να μου δώκω τελείωμα, ένεν τέλεια δαμέ, βυθίζεται η νήσος που εφκήκε που τη θάλασσα ξέρω το ποιοι εν που τα χάλασαν, τζείνοι που το νου τους εν άλλαξαν, σπάταλοι μόνο εσπατάλησαν, μπουμεραγκ, ούλλα εννα ρτουσιν μια μερα πίσω να τους έβρουσην μα εν το χαπάρκασαν