Рет қаралды 8,370
(Από το αρχείο του Παναγιώτη Θεοδωρίδη)
Θα μοιραστώ μαζί σας, μια μικρή ιστορία…
Θα με ανεχτείτε. Θύμησες από τα παλιά… Και η μικρή αυτή ιστορία, θα είναι ο σύνδεσμος στο βίντεο που θα ακολουθήσει…
Ένα χειμωνιάτικο Σαββάτο, αρχές δεκαετίας του 90, στο χωριό μου, στο Πορτοράζ!
Η τσακαλοπαρέα είχε μαζευτεί στου Τσιτσάνη, για το καθιερωμένο Σαββατιάτικο μουχαπέτ, το δικό μας ξενύχτι, μιας και τις άλλες μέρες είχαμε σχολείο...
Αμούστακα παιδιά τότε, στην παρέα ο ομιλών, ο Μιχάλτ’ς ο κεμεντσετσής εμουν, ο σχωρεμένον ο Λαμπίκας ο Σιαμόγλης, ο Κυριαζής, ο Μυλωνάς, οι σειρές μου…ο Αντρονίκ’ς, ο Γραντζάς και ο Κότσκλαλης αλλά και οι μικρότεροι της παρέας, ο Παλτάς, ο Βελής, ο Λολόκος, ο Κοτάνος, ο Πάμπαλος, που άρχισαν να μπαίνουν στο κόλπο…
*Μια μικρή παρένθεση για τον Τσιτσάνη…
Ο Τσιτσάνης, ο θείος Χρήστος Κουκίδης όπως ήταν το όνομα του, ήταν πολύ μπροστά για την εποχή του. Η προσωποποίηση του επαγγελματία καφετσή…
Αν και καταβεβλημένος από τις πολλές ώρες στο καφενείο, αν και πιτσιρίκια εμείς, πάντα μας ξεγλεντούσε… Ιώβεια υπομονή…
Πόσες φορές, άγρια μεσάνυχτα, περασμένη ώρα…
-Θείο σούκ’ ποίσον μας φούστρον του λέγαμε, φέρον και στύπα, μιας και η πολύωρη παραμονή μας στο καφενείο και μάλλον το αρκετό τσίπουρο που καταναλώναμε για την ηλικία μας, θέριζε το στομάχι..
-Μάλιστα, έλεγε εκείνος! Και τιναζόταν από την ψάθινη καρέκλα του, τις περισσότερες φορές παραδομένος από την κόπωση της ημέρας, στην αγκαλιά του Μορφέα.
Η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλαβαίνουμε…
Κάποια στιγμή πρέπει να φύγουμε από του Τσιτσάνη. Τεά έπιανε μας και η ευαισθησία… Να προλάβει να κοιμηθεί λίγες ώρες, να ξεκουραστεί ο Τσιτσάνης, για να ανοί’ ξάν’ το πρωίν το καφενείον …
Εμάς όμως, που να μας πιάσει ύπνος;
Ύπνος ‘κι επίανεν απάν’ εμουν…Μουχαπέτ και Άγιος ο Θεός. Μέχρι τελικής πτώσεως…
-Που θα πάμε τώρα; Τρεις τα ξημερώματα…
-Θ’ αγνεφούμε το Βοράν, ερχόταν η απάντηση με ένα στόμα.
Ως συνήθως. Must, αγαπημένος προορισμός!
Σε αυτά τα περίπου πεντακόσια μέτρα, μέχρι να φτάσουμε σπίτι του, η λύρα του Μιχάλη έπαιζε. Όλοι τραγουδούσαμε…
Όσο πλησιάζαμε στο σπίτι του, η λύρα και οι φωνές μας, δυνάμωναν…
Ζίλια, πορτοραζέτκα…
Τα φώτα στο μικρό κουζινάκι ανάβουν…
Η κουρτίνα τραβιέται στη μικρή τζαμαρία και ξεπροβάλλει το πάντα χαμογελαστό πρόσωπο της θείας Δοξίας…
-Καλώς τα παιδία! Εσείν που εμέρωσετεν ξάν’;
-Θεία Δοξία, σκώσον το Βοράν και φέρον το ρακίν!
-Θ’ αγνεφίζ’ ατον. Ρακίν πα θα βάλω σας…Άμα, νεγκασμένος εν πουλόπα μ’…οσήμερον όλιον την ημέραν επολέμανεν σο Βελίσ’…
Δευτερόλεπτα κρατούσε αυτή η κουβέντα. Πάντα η ίδια, επαναλαμβανόμενη σκηνή...
Ο Βοράς βέβαια, με το που μας άκουγε ήταν στο πόδι! Έτοιμος! Ποτέ δε μας χαλούσε…
Το θυμάμαι σαν τώρα!
Εφόρνεν τ’ ορτάρια τ’ και εμονολόγανεν:
-Δοξία ντο να φτάω! ‘Κι θέλω να πάω, αμα επορείς και χαλάντς ατα χατήρ’;
Και βιαζόταν, για να ετοιμαστεί μια ώρα αρχύτερα…
Η θεία η Δοξία χαμογελούσε, γλυκιά γυναίκα, ευγενικότατη. Ήξερε πολύ καλά, ότι για το Βορά, η λύρα και οι παρέες ήταν η ζωή του…Όσο κουρασμένος κι αν ήταν…
Και αυτό το πάντρεμα, αυτή παρέα είχε μια μαγεία…
Από τη μια ένας άνθρωπος που βάδιζε ήδη στην έβδομη δεκαετία της ζωής του…
Και από την άλλη παιδιά, που διψούσαν για ηχοχρώματα μια άλλης εποχής…
Ξημέρωνε…Δεν καταλαβαίναμε κρύο…
Γυρίσαμε τα στενά δρομάκια του χωριού…
-Φύσα Βορά! Φύσα Βορά!
Με Τσίχα καιτέ! Αναστατώναμε το χωριό…Τραγουδούσαμε, το αγαπημένο μας…Να ποδεδίζω τον Αέρ’ και τη Πορτοραζί, ο Θεόν ‘κι θα παίρ΄την ψή μ’, θα περτ΄ς ατό εσύ…Αξέχαστες εικόνες…Μνήμης εγκόλπιον…
Σήμερα, ο Βοράς, ο μπαρμπα Γρηγόρης Κουσίδης, πρέπει να είναι 93 χρονών…Τον αγαπώ πολύ. Τον αγαπάμε πολύ.
Με τη λύρα του, τραγούδησαν όλες οι γενιές στο Πρωτοχώρι…